- ἐπιβοηθήσωσιν
- ἐπιβοηθέωcome to aidaor subj act 3rd plἐπιβοηθέωcome to aidaor subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβοηθώ — (AM ἐπιβοηθῶ, έω) νεοελλ. βοηθώ επί πλέον αρχ. 1. βοηθώ 2. στέλνω ή έρχομαι για βοήθεια εναντίον κάποιου (ὅπως οἱ Ἀθηναῑοι... ταῑς ναυσίν... ἐπιβοηθήσωσιν», Θουκ.) … Dictionary of Greek